404/2018 ΑΠ (ΠΟΙΝ)
(ΠΟΙΝΧΡ 2019/443)
Πτωχευτικό δίκαιο. Κατ’ εξακολούθηση απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων, τα οποία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία. Ποινική ευθύνη. Στοιχεία του εγκλήματος. Στην ως άνω απόκρυψη συμπεριλαμβάνεται και η δημιουργία ψευδών χρεών ή ψευδών δικαιοπραξιών. Διάκριση της απαλλοτρίωσης με μη ισότιμο ή αξιόχρεο αντάλλαγμα, η οποία είναι αληθής δικαιοπραξία, από τη ψευδή δικαιοπραξία, όπως π.χ. η εικονική. Οι ως άνω τρόποι τέλεσης της πράξεως δεν δύναται να αντιφάσκουν. Ποινική ευθύνη τρίτων προσώπων σε περίπτωση που απειλείται κάποιος με πτώχευση. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Έλλειψη αιτιολογίας. Αντίφαση ως προς τον τρόπο τέλεσης της πράξεως, αφού γίνεται δεκτό αφ’ ενός ότι τα περιουσιακά στοιχεία απαλλοτριώθηκαν χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα και αφ’ ετέρου ότι έγινε κατάρτιση εικονικής δικαιοπραξίας με περιεχόμενο τη δήθεν πώληση των περιουσιακών στοιχείων στους αναιρεσείοντες. Αναιρεί την προσβαλλομένη για τον ως άνω λόγο. Επεκτείνει το αναιρετικό αποτέλεσμα στους συγκατηγορουμένους.
Αριθμ. 404/2018
[…] II. Κατά τη διάταξη του άρ. 173 παρ. 1 περ. α` του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007) τιμωρείται, μεταξύ άλλων, με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών και χρηματική ποινή, όποιος, εν γνώσει του ότι άλλος απειλείται να περιέλθει σε κατσταση αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων, εξαφανίζει ή παρασιωπά ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία εκείνου, τα οποία, σε περίπτωση πτώχευσης ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία ή ενεργώντας κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής διαχείρισης, τα καταστρέφει, τα βλάπτει ή τα καθιστά άχρηστα. Από τη διάταξη αυτή, που προβλέπει την ποινική ευθύνη τρίτων σε περίπτωση που απειλείται κάποιος με πτώχευση, προκύπτει ότι η πιο πάνω πράξη μπορεί να τελεστεί, υπαλλακτικά, με τους ακόλουθους τρόπους, δηλαδή, με α) εξαφάνιση ή β) παρασιώπηση ή γ) απόκρυψη ή και ε) καταστροφή των περιουσιακών στοιχείων. Αναμφίβολα μεταξύ των προαναφερομένων τρόπων, αν και δεν περιλαμβάνεται ρητά, κατά τη διατύπωση της πιο πάνω ποινικής διάταξης, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εξαφάνιση, απόκρυψη κ.λπ. περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβάνει και την περίπτωση δημιουργίας ψευδών χρεών ή ψευδών δικαιοπραξιών από τον οφειλέτη, ψευδής δε δικαιοπραξία είναι και η εικονική, δηλαδή αυτή που δεν γίνεται στα σοβαρά, αλλά, μόνο φαινομενικά (ΑΚ 138 παρ. 1). Οι πιο πάνω, όμως, τρόποι τελέσεως της αξιόποινης πράξης δεν πρέπει να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Αντιφάσκουν δε μεταξύ τους η απαλλοτρίωση χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα η οποία είναι αληθής δικαιοπραξία και η δημιουργία ψευδών δικαιοπραξιών, όπως είναι η εικονική. […]
[…] Με βάση της παραδοχές αυτές, το δικαστήριο κήρυξε, στη συνέχεια ενόχους τους αναιρεσείοντες του ότι: «1) Ο …… του I. (2°ς αναιρεσείων) στους ακόλουθους τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού αδικήματος, εν γνώσει του ότι άλλος απειλείται να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων με την συναίνεση του οφειλέτη ή προς όφελος του εξαφάνισε και απέκρυψε περιουσιακά στοιχεία εκείνου, τα οποία σε περίπτωση πτώχευσης ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία και συγκεκριμένα, ενώ τελούσε εν γνώσει του γεγονότος ότι η εκπροσωπούμενη υπό του πρώτου κατηγορουμένου εταιρία”… ΑΒΕΕ”, με την οικογένεια των μετόχων της οποίας διατηρούσε φιλικές σχέσεις, απειλείτο να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών της υποχρεώσεων με την συναίνεση του πρώτου κατηγορουμένου και προς όφελος του ιδίου και της εκπροσωπούμενης υπ` αυτού εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα περί τα τέλη Αυγούστου – αρχές Σεπτεμβρίου 2010 στη Λιβαδειά, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας”…” συνέπραξε στις εικονικές μεταβιβάσεις προς την ως άνω εταιρία του των ανωτέρω (υπό στοιχ. 1 α) αντικειμένων και ακολούθως στις 1.9.2010 και 4.9.2010 προέβη στην Θεσσαλονίκη σε περαιτέρω εικονικές μεταβιβάσεις των ανωτέρω αντικειμένων προς την εταιρία”… Ο.Ε.” που εκπροσωπείτο από τον ίδιο και τον τρίτο κατηγορούμενο, ….., καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερή στους πιστωτές της εκπροσωπούμενης υπό του πρώτου κατηγορουμένου εταιρίας την ανάληψη των περιουσιακών της στοιχείων διά της μεταβολής της νομικής τους καταστάσεως. Και 2) Ο …. του … (1ος αναιρεσείων) στις 1.9.2010 και 4.9.2010 στην Θεσσαλονίκη με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού αδικήματος εν γνώσει του ότι άλλος απειλείται να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων με την συναίνεση του οφειλέτη και προς όφελος του εξαφάνισε και απέκρυψε περιουσιακά στοιχεία εκείνου, τα οποία σε περίπτωση πτώχευσης ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία και συγκεκριμένα ενώ τελούσε εν γνώσει του γεγονότος ότι η εκπροσωπούμενη υπό του πρώτου κατηγορουμένου εταιρία “… ΑΒΕΕ”, με την οικογένεια των μετόχων της οποίας ο δεύτερος κατηγορούμενος, συνέταιρος του, ….., διατηρούσε φιλικές σχέσεις, απειλείτο να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων με την συναίνεση του πρώτου κατηγορουμένου και προς όφελος της επροσωπούμενης υπό του τελευταίου εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΒΕΕ” συνέπραξε στις περαιτέρω εικονικές μεταβιβάσεις των ανωτέρω κινητών πραγμάτων στις 1.9.2010 και 4.9.2010 προς την εκπροσωπούμενη από τον ίδιο και τον δεύτερο κατηγορούμενο εταιρία”… Ο.Ε” καθιστώντας αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερή στους πιστωτές του πρώτου κατηγορουμένου την ανάληψη των ως άνω περιουσιακών του στοιχείων διά της μεταβολής της νομικής τους καταστάσεως».
Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, υπάρχει αντίφαση ως προς τον τρόπο τέλεσης της αξιόποινης πράξης που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες. Δηλαδή, δέχθηκε, ταυτόχρονα, κατάρτιση εικονικής δικαιοπραξίας με περιεχόμενο την πώληση, δήθεν, των περιουσιακών στοιχείων στους αναιρεσείοντες και συγχρόνως, ότι αυτά απαλλοτριώθηκαν χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, δηλαδή με αληθή δικαιοπραξία.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ), είναι βάσιμος. Κατόπιν αυτών, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αναιρετικών λόγων, πρέπει ν` αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αμφοτέρους τους αναιρεσείοντες, με επεκτατικό, όμως, αποτέλεσμα και ως προς τον μη ασκήσαντα αίτηση αναίρεσης συγκατηγορούμενό τους (1ος κατηγορούμενος), καθώς ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος, δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων (2ου και 3ου κατηγορουμένων) και ωφελεί αυτόν (ΚΠΔ 469). […]
*Η παρούσα απόφαση δημοσιεύθηκε στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “ΝΟΜOS”.